Τα διεθνή χρηματοοικονομικά είναι ο τομέας στον οποίο ταιριάζει σίγουρα ο όρος «οικονομική παγκοσμιοποίηση».
Η παγκοσμιοποίηση των χρηματοοικονομικών έχει καταστεί κρίσιμο και χαρακτηριστικό στοιχείο της παγκόσμιας οικονομίας. Η διεθνής διακίνηση κεφαλαίων έχει ολοκληρώσει τις οικονομίες ολόκληρου του κόσμου. Ο ημερήσιος κύκλος εργασιών των νομισματικών συναλλαγών αυξήθηκε από 15 δισεκατομμύρια δολάρια το 1973 σε 1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια το 1995, οι αγορές κεφαλαίου και ομολόγων αναπτύχθηκαν επίσης και έγιναν πιο παγκόσμιες. Η δυνατότητα να μεταφέρει κανείς δισεκατομμύρια δολάρια από μια οικονομία σε μια άλλη με το πάτημα ενός κουμπιού μεταμόρφωσε τα διεθνή χρηματοοικονομικά και ενίσχυσε τον αντίκτυπό τούς τόσο στη διεθνή όσο και στις εγχώριες οίκονομίες. Ωστόσο είναι σημαντικό να εξετάσούμε τις εξελίξεις αυτές, όπως και άλλους τομείς της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, προσδίδοντάς τούς τις πραγματικές τούς διαστάσεις.
Παρά τους εντυπωσιακούς αριθμούς πού περιγράφούν το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα, σε σχετικούς όρούς ο όγκος των χρηματοοικονομικών ροών στις αρχές τον 21ου αιώνα εξακολούθεί να είναι μικρότερος από τις διεθνείς κεφαλαιακές ροές των αρχών τον 19ου αιώνα. Πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, για παράδειγμα, οι Βρετανοί επένδυαν κατά προσέγγιση το ένα δεύτερο των αποταμιεύσεών τούς στο εξωτερικό. Από το 1880 έως το 1913 οι εξαγωγές βρετανικών κεφαλαίων ανέρχονταν κατά μέσο όρο στο 5% του ΑΕΠ και στο αποκορύφωμά τούς έφτασαν σχεδόν το 10% του ΑΕΠ.
Αντίθετα, αν και ο κόσμος αισθανόταν κατάπληξη για τις ιαπωνικές εξαγωγές κεφαλαίων στη δεκαετία του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ιαπωνία στην πραγματικότητα εξήγε κεφάλαια που ισοδυναμούσαν μόλις με το 2%-3% του ΑΕΠ της. Θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι τα βρετανικά κεφάλαια πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο τοποθετούνταν σε μεγάλο βαθμό σε επενδύσεις σε σιδηρόδρομους, λιμενικές εγκαταστάσεις και άλλα έργα υποδομής πού παρείχαν τις υλικές βάσεις για την εξαιρετικά αλληλεξαρτημένη διεθνή οικονομία πού αναπτυσσόταν εκείνη την εποχή... Σήμερα σημαντικό μέρος των διεθνών κεφαλαιακών ροών είναι βραχυπρόθεσμες (περίπου εξαμηνιαίες) και εξαιρετικά κερδοσκοπικές και υπάρχει διαμάχη σχετικά με τον βαθμό κατά τον οποίο πραγματικά συμβάλλουν στην παγκόσμια οικονομική ανάπτύξη.
Αν και η διεθνοποίηση των χρηματοοικονομικών έχει καταστεί σημαντικό χαρακτηριστικό της παγκόσμιας οικονομίας, το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα συνεχίζει να έχει σε μεγάλο βαθμό εθνικές βάσεις και συνίσταται από στενά αλληλοσυνδεόμενα, ξεχωριστά εθνικά χρηματοοικονομικά συστήματα. Ορισμένες χώρες, όπως η Ιαπωνία και η Κίνα, διατηρούν μάλιστα ελέγχούς στις κεφαλαιακές ροές. Επιπλέον, όπως λέγεται στην κοινή γλώσσα των οικονομικών, τα χρηματοοικονομικά εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από ένα ισχυρό φαινόμενο «προκατάληψης υπέρ της χώρας καταγωγής».
Οι επενδυτές έχούν την τάση να επενδύουν στις οικονομίες της χώρας τους παρά να διατηρούν χαρτοφυλάκια διεθνών επενδύσεων. Τη δεκαετία του 1990, για παράδειγμα, το 94% των μετοχών στο αμερικανικό Χρηματιστήριο και το 98% στο ιαπωνικό ανήκαν σε Αμερικανούς και Ιάπωνες αντίστοιχα και οι ιαπωνικές χρηματοοικονομικές αγορές ρυθμίζονταν στενά από το ισχυρό υπουργείο των Οικονομικών. Ωστόσο Θα πρέπει κανείς να παρατηρήσει ότι η τάση για «προκατάληψη υπέρ της χώρας καταγωγης» μπορει να ελαττώνεται, έστω κι αν ο κόσμος εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από εθνικές χρηματοοικονομικές αγορές.
Μια σημαντική μελέτη των Martin Feldstein και Charles Horioka απέδειξε ότι η αυξημένη ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων δεν ολοκλήρωσε τα διεθνή χρηματοοικονομικά όσο πιστεύούν πολλοί. Αν ο κόσμος είχε πράγματι ολοκληρωθεί αναφορικά με τα χρηματοοικονομικά ζητήματα, τότε οι εθνικοί δείκτες αποταμιεύσεων και επενδύσεων δεν θα συσχετίζονταν πλέον στενά και τα επιτόκια σε ολόκληρο τον κόσμο Θα ήταν σχεδόν τα ίδια. Αν τα κεφάλαια είχαν πλήρη ευχέρεια κινήσεων, η επένδύση σε μια συγκεκριμένη χώρα θα εξαρτιόταν από τις επενδυτικές ευκαιρίες σε αυτή την οικονομία και δεν θα συσχετιζόταν πολύ με τον δείκτη αποταμιεύσεων σε αυτό το κράτος. Γεγονός ωστόσο είναι ότι οι αποταμιεύσεις και οι επενδύσεις συσχετίζονται στενά' χώρες με υψηλούς δείκτες αποταμιεύσεων, όπως η Ιαπωνία, τείνούν να είναι χώρες που πραγματοποιούν πολλές επενδύσεις, ενώ ισχύει το αντίστροφο για τις χώρες με χαμηλούς δείκτες αποταμιεύσεων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνιστούν σημαντική εξαίρεση αυτής της γενίκευσης ως προς το ότι οι εγχώριες επενδύσεις υπερβαίνουν σημαντικά τις εθνικές αποταμιεύσεις και εξαρτώνται από τον ξένο δανεισμό. Άλλωστε, σε ένα τέλεια ολοκληρωμένο διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα το κόστος του κεφαλαίού, μη λαμβάνοντας υπόψη τον παράγοντα τον κινδύνου, θα ήταν κατά προσέγγιση το ίδιο παντού' αντίθετα, σημαντικές εθνικές διαφορές ως προς το κόστος του κεφαλαίού εξακολουθούν να χαρακτηρίζούν την παγκόσμια οικονομία. Παρά τις προειδοποιήσεις αυτές, η παγκοσμιοποίηση των χρηματοοικονομικών είναι μια πραγματικότητα και έχει πράγματι βαθιές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία.
Το απόλύτο μέγεθος, η πολύ μεγάλη ταχύτητα και το παγκόσμιο πεδίο δράσης των χρηματοοικονομικών κινήσεων υπήρξαν πολύ σημαντικά στη μεταπολεμική περίοδο. Ιδιαίτερα η αυξημένη σημασία των κερδοσκοπικών, βραχυπρόθεσμων επενδύσεων από μεγαλοεπενδύτές όπως ο George Soros, από «κερδοσκοπικά κεφάλαια κάλυψης κινδύνου» σε αναδυόμενες αγορές και από διεθνείς τράπεζες επέτειναν σημαντικά την τρωτότητα του διεθνούς χρηματοοικονομικού συστήματος και της παγκόσμιας οικονομίας γενικότερα' τα κερδοσκοπικά κεφάλαια ανέρχονται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια. Πολλοί οικονομολόγοι και δημόσιοι αξιωματούχοι πιστεύουν ότι αυτές οι βραχυπρόθεσμες, κερδοσκοπικές ροές απειλούν όλο και περισσότερο τη σταθερότητα της παγκόσμιας οικονομίας και ότι θα έπρεπε συνεπώς να ρυθμιστούν.
II. Ενότητα ή κατακερματισμός του νομισματικού συστήματος;
Η δημιουργία τον Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος και το κοινό νόμισμα (εύρώ) συνιστούν σοβαρή απειλή για την ενότητα τον διεθνούς νομισματικού συστήματος. Υπάρχει σημαντικό ενδιαφέρον και διαφωνίες μεταξύ των κυβερνητικών αξιωματούχων, των οικονομολόγων και των πολιτικών εμπειρογνωμόνων και στις δύο πλευρές τον Ατλαντικού και σε άλλα μέρη τον κόσμου σχετικά με τις επιπτώσεις που θα έχει το εύρώ για το δολάριο και τη διεθνή οικονομία γενικότερα. Τα σημαντικότερα ερωτήματα είναι αν το ευρώ θα αντικαταστήσει ή όχι το δολάριο ως το βασικό νόμισμα τον κόσμου, ποιες θα είναι οι συνέπειες για τις Ηνωμένες Πολιτείες σε αυτή την περίπτωση και πώς θα επηρεάσει το εύρώ τη λειτουργία και τη διαχείριση τον διεθνούς νομισματικού και οικονομικού συστήματος. Ο μεγάλος αριθμός των οικονομικών και πολιτικών ασαφειών που περιβάλλούν το ευρώ καθιστούν αδύνατη την παροχή οριστικών απαντήσεων σ' αυτά και σε άλλα συναφή ερωτήματα. Παρ' όλα αυτά, τα θέματα αυτά είναι τόσο σημαντικά για το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας, που πρέπει να εξεταστούν, έστω κι αν τα συμπεράσματά μας θα είναι προσωρινά.
Καθ' όλη τη μεταπολεμική εποχή ο διεθνής ρόλος τον δολαρίού υπήρξε σημαντικό στοιχείο της παγκόσμιας οικονομίας. Το 40%-60% περίπου των διεθνών χρηματοοικονομικών συναλλαγών εκφράζονται σε δολάρια. Για δεκαετίες το δολάριο ήταν επίσης το κύριο αποθεματικό νόμισμα τον κόσμού' το 1996 περίπού τα δύο τρίτα των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων ήταν σε δολάρια. Το ενδεχόμενο το εύρώ να αντικαταστήσει το δολάριο και να αναλάβει τον διεθνή ρόλο του ως συναλλαγματικού και αποθεματικού νομίσματος έχει καταστεί εξαιρετικά σημαντικό, ιδιαίτερα για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη χρηματοοικονομική τούς κοινότητα.
Στη Δυτική Ευρώπη πολλοί πιστεύούν ότι τελικά το εύρώ θα αντικαταστήσει σε σημαντικό βαθμό το δολάριο. Από την άλλη πλευρά, οι περισσότεροι αμερικανοί οικονομολόγοι πιστεύούν ότι είναι απίθανο το ευρώ να υποσκελίσει το δολάριο. Θεωρούν επιπλέον ότι, αν συμβεί μια μετατόπιση από το δολάριο στο εύρώ, αυτή θα πραγματοποιηθεί με πολύ αργούς ρυθμούς και θα χρειαστεί μεγάλη χρονική περίοδο που θα προσφέρει στις Ηνωμένες Πολιτείες αρκετό χρόνο ώστε να πραγματοποιήσούν τις απαραίτητες προσαρμογές, όπως την εξάλειψη τον τεράστιού ελλείμματος εμπορίού/πληρωμών τούς.
Οι περισσότεροι αμερικανοί οικονομολόγοι υποθέτουν ότι ο συνεχιζόμενος διεθνής ρόλος τον δολαρίού θα εξαρτηθεί περισσότερο από την ισχύ της αμερικανικής οικονομίας παρά από οτιδήποτε άλλο και ότι η σπουδαιότητα του δολαρίου για τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές θα καθοριστεί κυρίως από τη διεθνή ανταγωνιστικότητα του αμερικανικού χρηματοοικονομικού συστήματος. Το ευρώ, σύμφωνα με αυτή τη θέση, θα μπορούσε να αντικαταστήσει το δολάριο μόνο αν οι Δυτικοευρωπαίοι δημιουργήσουν μια ολοκληρωμένη και αποτελεσματική χρηματοπιστωτική αγορά. Πολλοί αμφιβάλλούν ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο σύντομα. Κατά συνέπεια, οι αμερικανοί αξιωματούχοι και οικονομολόγοι τείνουν να προεξοφλούν ότι το εύρώ δεν θα υπονομεύσει τη διεθνή κυριαρχία του δολαρίού, τουλάχιστον όχι στο άμεσο μέλλον.
Αν το εύρώ αντικαταστήσει το δολάριο ως το βασικό νόμισμα του κόσμου, θα υπάρξουν σημαντικές επιπτωσεις τόσο για τα ιδιωτικά αμερικανικά χρηματοοικονομικά συμφέροντα όσα και για την αμερικανική κυβέρνηση. Η επιτυχία του ευρώ θα μπορούσε να έχει μεγάλο αντίκτύπο στις αμερικανικές τράπεζες και στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, επειδή ένας μέγάλος όγκος συναλλαγών σε ένα νόμισμα οδηγεί σε οικονομίες κλίμακας και μειωμένο κόστος συναλλαγών.
Όσο μεγαλύτερος είναι ο όγκος των νομισματικών συναλλαγών στο νόμισμα μιας συγκεκριμένης χώρας τόσο μεγαλύτερα οφέλη και ανταγωνιστικότητα απολαμβάνούν οι τράπεζες και το χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αυτής της χώρας. Αν το εύρώ αντικαθιστούσε το δολάριο ως αποθεματικό ή συναλλαγματικό νόμισμα, τότε τα οφέλη κλίμακας και το χαμηλότερο κόστος συναλλαγών θα μεταφέρονταν από το αμερικανικά στα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Σύμφωνα με μια εκτίμηση, η μετατροπή τον χαρτοφυλακίού από το δολάριο στο εύρώ θα μπορούσε να ανέλθει σε 1 τρισεκατομμύριο δολάρια.
Ο διεθνής ρόλος τον δολαρίου παρείχε πολλά οικονομικά και πολιτικά οφέλη στις Ηνωμένες Πολιτείες και, αν το δολάριο έχανε τη θέση του ως το βασικό νόμισμα τον κόσμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα στερούνταν αυτά τα οφέλη. Η διεθνής ζήτηση δολαρίων σήμαινε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν σε θέση να χρηματοδοτούν το τεράστιο και συνεχιζόμενο έλλειμμα εμπορίου/πληρωμών τους από τις αρχές της δεκαετίας τον 1980 με ελάχιστο κόστος.
Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών μπορούσε να θεωρεί δεδομένο ότι οι άλλες χώρες θα χρηματοδοτούσαν αυτόματα το έλλειμμα εμπορίου/πληρωμών τούς, επειδή οι χώρες αυτές, πού χρειάζονταν δολάρια για να διεξαγάγούν τις διεθνείς επιχειρηματικές τούς δραστηριότητες, δεν απαιτούσαν υψηλά επιτόκια. Επιπλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούσαν να δανείζονται στο νόμισμα τούς κι έτσι να αποφεύγουν τους κινδύνους των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Πολλά από τα κυκλοφορούντα δολάρια βρίσκονται σε άλλες χώρες, στα χέρια μη Αμερικανών' αυτή η επονομαζόμενη «απειλή κατά του δολαρίού», ύψούς περίπου 265 δισεκατομμύρίων δολαρίων, ισοδυναμεί με ένα άτοκο δάνειο προς τις Ηνωμένες Πολιτείες που ορισμένοι έχουν υπολογίσει ότι αξίζει περίπού 13 δισεκατομμύρια δολάρια σε ετήσιες πληρωμές τόκων. Επιπλέον, το αμερικανικό γόητρο σίγούρα ενισχύεται από τον διεθνή ρόλο του δολαρίού.
Πολλοί δυτικοευρωπαίοι ηγέτες πιστεύούν ότι το εύρώ θα ενισχύσει πάρα πολύ την πολιτικη τούς θέση έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών στις διεθνείς οικονομικές διαπραγματεύσεις. Το εύρω θα μπορούσε να εξαλείψει τη σχεδόν αυτόματη χρηματοδότηση τον ελλείμματος του αμερικανικού ισοζυγίου πληρωμών και να περιορίσει τη σημαντική χρηματοοικονομική ελευθερία που ειχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες να ακολουθούν τις δικές τους ανεξάρτητες οικονομικές και εξωτερικές πολιτικές. Επιπρόσθετα, ένα επιτυχημένο εύρώ θα μπορούσε να υποσκάψει τις φιλοδοξίες της Ιαπωνίας να διαδραματίσει το γεν πολύ σημαντικότερο ρόλο ως διεθνές νόμισμα. Σε μια παγκόσμια οικονομία που αποτελείται από τρία βασικά νομίσματα οι Ιάπωνες φοβούνται ότι το γεν θα μπορούσε να αποβεί «περιττό».
Η αυξανόμενη ανησυχία για ένα τέτοιο ενδεχόμενο στην πραγματικότητα ώθησε την Ιαπωνία να προτείνει μια παγκόσμια «νομισματική τριαρχία» του δολαρίού, του εύρώ και του γεν, μια διευθέτηση που θα διαχειρίζονταν οι τρεις μεγάλες οικονομικές δυνάμεις.
Η πραγματική ή έστω η υποθετική απειλή ότι το εύρώ θα μπορούσε να υποσκελίσει το δολάριο θα μπορούσε να προξενήσει σοβαρή διαμάχη μεταξύ της Δυτικής Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών - και πιθανώς και της Ιαπωνίας, προκαλώντας έτσι έναν αγώνα μεταξύ αυτών των τριών μερών. Αν ξεσπούσε μια διαπάλη ανάμεσα στο δολάριο και στο εύρώ, παρόμοια με την προγενέστερη για επικράτηση ανάμεσα στο δολάριο και στη στερλίνα στις δεκαετίες του 1920 και του 1930, μια τέτοια διατλαντική σύγκρουση θα μπορούσε να επισύρει σημαντικό οικονομικό και πολιτικό κόστος. Το ενιαίο διεθνές νομισματικό σύστημα θα μπορούσε να κατακερματιστεί σε περιφερειακά μπλοκ γύρω από το εύρώ, το δολάριο και πιθανώς το γεν. Στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα πολλές μικρότερες χώρες εξέταζαν το ενδεχόμενο να συνδέσούν τα νομίσματα τούς με το νόμισμα του κυριότερού έμπορικού τους εταίρού.
Το ενδεχόμενο της ανάπτυξης νομισματικών μπλοκ προκύπτει από την πεποίθηση ότι τα νομισματικά μπλοκ θα μείωναν τον κίνδύνο των συναλλαγματικών ισοτιμιών μεταξύ των κρατών-μελών, όπως συμβαίνει στη Δυτική Ευρώπη' μια τέτοια αλλαγή θα ήταν ιδιαίτερα σημαντική για χώρες που συναλλάσονται έντονα μεταξύ τους και ήταν ο βασικός λόγος για τη δημιουργία της Οικονομικής Νομισματικής Ένωσης. Ένα κοινό νόμισμα θα μπορούσε επίσης να προωθήσει τη διατήρηση ενός χαμηλού πληθωρισμού μεταξύ των χωρών-μελών, υπό την προϋπόθεση ότι η ηγέτιδα χώρα θα διατηρούσε χαμηλό πληθωρισμό' αυτό συνέβη και στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, όπου η Δυτική Γερμανία ήταν ηγέτιδα χώρα. Το κύριο οικονομικό μειονέκτημα ενός νομισματικού μπλοκ ή ένωσης είναι η απώλεια της εθνικής ανεξαρτησίας ως προς τη χάραξη μακροοικονομικής πολιτικής. Ωστόσο ο σοβαρότερος κίνδυνος που επισείουν τα νομισματικά μπλοκ είναι ότι θα μπορούσαν να επιδεινώσουν τις ήδη τεταμένες πολιτικές σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ιαπωνίας και της Δυτικής Ευρώπης.
III. Η αυξημένη περιφερειοποίηση των υπηρεσιών και της βιομηχανικής παραγωγής
Μια από τις σημαντικότερες πρόσφατες εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία υπήρξε η διεθνοποίηση των υπηρεσιών και της βιομηχανικής παραγωγής, μια εξέλιξη που προήγαγε η μειωση του κόστους των επικοινωνιών και των μεταφορών και η οποία επέτρεψε στις εταιρείες να ολοκληρώσουν την παραγωγή και τις άλλες δραστηριότητές τούς σε ολόκληρο τον κόσμο. Η συνεχιζόμενη αναδιάρθρωση των υπηρεσιών και της βιομηχανικής παραγωγής ήταν εξαιρετικά σημαντική για τη φύση της παγκόσμιας οικονομίας καθώς αυτή εισερχόταν στη νέα χιλιετία.
Παρ' όλα αυτά, παρατηρούνται συχνά παρανοήσεις και υπερβολές όσον αφορά στη σπουδαιότητα αυτής της εξέλιξης. Ενώ οι άμεσες ξένες επενδύσεις το 2000 αποτελούν μόνο ένα μικρό μέρος των συνολικών εγχώριων επενδύσεων των πλούσιων χωρών, τη δεκαετία που προηγήθηκε του 1914 οι βρετανοί καπιταλιστές είχαν επενδύσει στο εξωτερικό σχεδόν όσο είχαν επενδύσει και στη χώρα τους και το ευρωπαϊκό απόθεμα άμεσων ξένων επενδύσεων ήταν υψηλότερο το 1914 απ' ό,τι είναι αναλογικά στον 21ο αιώνα. Επιπλέον, αντίθετα με τη συχνά επικαλούμενη άποψη ότι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις έχούν «παγκοσμιοποιήσει» την τεχνολογία και ότι έχούν θέσει τις εταιρείες τούς σε ολόκληρο τον κόσμο στην ίδια βάση, η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική. Για εσωτερικούς λόγούς των ίδιων των εταιρειών και λόγω των συνθηκών που επικρατούν σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, η τεχνολογία τείνει να διαχέεται από τις εκβιομηχανισμένες στις εκβιομηχανιζόμενες χώρες με σχετικά αργούς ρυθμούς.
Εξάλλού, η διεθνοποίηση των υπηρεσιών και της παραγωγής είναι εξαιρετικά συγκεντρωμένη μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και στο εσωτερικό συγκεκριμένων περιοχών' σύμφωνα με μια εκτίμηση που έγινε στα μέσα της δεκαετίας του 1990, το 85% όλων των ξένων επενδύσεων πραγματοποιείται μεταξύ των μελών της Τριάδας (των Ηνωμένων Πολιτειών, της Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας). Οι πολυεθνικές εταιρείες των τριών μεγάλων οικονομικών δυνάμεων συγκεντρώνουν τις άμεσες ξενες επενδύσεις στις αντίστοιχες επικράτειές τούς και διαμορφώνούν μια περιφερειακά ολοκληρωμένη παραγωγή και δίκτυα υπηρεσιών. Οι αμερικανικές άμεσες αμεσες ξένες επενδύσεις εχουν αρχισει να μετατοπίζονται από την Ανατολική και τη Νοτιοανατολική Ασία προς το Μεξικό' αν και, λόγω των πολύ χαμηλών ημερομισθίων της Κίνας και των τεράστιων δυνατοτήτων της ως αγοράς, η Κίνα ήταν η εξαίρεση σε αυτή την τάση. Οι ιαπωνικές εταιρείες προτιμούν τούς υπεργολάβούς της Ανατολικής Ασίας και η πλειοψηφία των εισαγωγών τούς σε βιομηχανικά προϊόντα προέρχεται από αυτή την περιοχή. Η Γερμανία, για οικονομικούς και πολιτικούς λόγούς και για να επωφεληθεί από το εξαιρετικά ειδικευμένο και φτηνότερο εργατικό δυναμικό της Ανατολικής Ευρώπης, επενδύει τεράστια ποσά στην Ανατολική Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Πολωνία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας και στην Ουγγαρία. Κατά συνέπεια, τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι η περιφερειακή καθώς και η παγκόσμια ολοκλήρωση χαρακτηρίζούν τις στρατηγικές των πολυεθνικών εταιρειών. Ενώ ο οικονομικός ανταγωνισμός και οι χρηματοοικονομικές αγορές γίνονται όλο και πιο παγκόσμιες, η παραγωγή και οι υπηρεσίες είναι όλο και πιο περιφερειοποιημένες.
Η τάση προς την περιφερειοποίηση των επενδύσεων, των υπηρεσιών και της παραγωγής μπορεί να ερμηνευτεί με διάφορούς τρόπούς. Νέες μέθοδοι παραγωγής και διαχείρισης, όπως είναι η «λιτή παραγωγή» και η ελαστική βιομηχανική παραγωγή ενθαρρύνουν την περιφερειοποίηση' και οι δύο τεχνικές απαιτούν εξαιρετικά καταρτισμένα και δραστήρια εργατικά δυναμικά πού μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποδοτικότερα και με λιγότερο ρίσκο σε περιφερειακό παρά σε παγκόσμιο επίπεδο. Μάλιστα, η ανάγκη μετακίνησης σε περιοχές με χαμηλά ημερομίσθια μειώθηκε πάρα πολύ, καθώς ελαττώθηκε δραματικά το μερίδιο των ανειδίκευτων εργατών στην παραγωγή από τη δεκαετία τον 1970 και μετά. Η περιφερειακή συγκέντρωση προάγει επίσης τις οικονομίες κλίμακας στην παραγωγή. Ένας άλλος παράγοντας είναι ότι τα δίκτύα περιφερειακής παραγωγής επιτρέπούν στις εταιρείες να βρίσκονται πιο κοντά στούς βασικούς τούς πελάτες' αυτός ο παράγοντας θα καταστεί ακόμη πιο σημαντικός καθώς συνεχίζουν να αναπτύσσονται περιφερειακές αγορές στη Δυτική Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική.
Οι πολιτιστικές ομοιότητες μπορεί επίσης να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο σε αυτή την τάση. Επιπρόσθετα, η περιφερειοποίηση της παραγωγής μπορεί να απομονώσει και να προστατεύσει τις οικονομίες ολόκληρης της περιοχής από εμπορικούς πολέμούς και νομισματικές διακυμάνσεις. Γι' αυτούς αλλά και για άλλούς λόγούς η κίνηση προς την περιφερειοποίηση της παραγωγής θα συνεχιστεί στο εσωτερικό της Βόρειας Αμερικής, της Ασίας του Ειρηνικού και της Δυτικής Ευρώπης και είναι πιθανόν να ενισχυθεί στη Λατινική Αμερική και αλλού.
Η αυξημένη σπουδαιότητα της περιφερειοποίησης στην παγκόσμια οικονομία δημιούργεί ορισμένες ανησυχητικές προοπτικές. Η τάση προς την περιφερειοποίηση θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποδυνάμωση της κίνησης προς τη φιλελευθεροποίηση τον εμπορίού πού υιοθετήθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ενώ οι πολυεθνικές επιχειρήσεις των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων συνεχίζουν να ακολουθούν παγκόσμιες στρατηγικές και να επενδύούν οι μεν στις οικονομίες των δε και το αντίστροφο (με εξαίρεση την Ιαπωνία, λόγω του σχετικά χαμηλού επιπέδού άμεσων ξένων επενδύσεων προς το εσωτερικό της), συγκεντρώνούν επίσης τις άμεσες ξένες επενδύσεις τούς στις γειτονικές χώρες.
Η δημιουργία περιφερειακής μάλλον παρά παγκόσμιας παραγωγής και δικτύων άντλησης έχει αναδειχτεί σε αξιοσημείωτη τάση. Αν η πορεία προς την παγκοσμιοποίηση αναγκαζόταν να επιβραδυνθεί λόγω της αυξημένης περιφερειοποίησης των υπηρεσιών και της παραγωγής, η ανοιχτή παγκόσμια οικονομία θα μπορούσε να υποστεί μια ανάσχεση' κάτι τέτοιο θα είχε σοβαρές αρνητικές συνέπειες για τις χώρες πού δεν θα ήταν μέλη κάποιας περιφερειακής διευθέτησης. Και το 2000 η πλειοψηφία των λιγότερο αναπτυγμένων οικονομιών βρίσκεται εκτός των αναδυόμενων περιφερειακών μπλοκ.
IV.Η διαμάχη για την πολυεθνική επιχείρηση και το έθνος-κράτος
Πρόλογος
Οι μεγαλύτερες πολυεθνικές επιχειρήσεις του κόσμου είναι υπεύθυνες για τα τέσσερα πέμπτα περίπου της παγκόσμιας βιομηχανικής απόδοσης, ενώ τυπικά τα δύο τρίτα του εργατικού δυναμικού που απασχολούν βρίσκονται στη χώρα προέλευσης τους...
Οι απόψεις για τον ρόλο των πολυεθνικών επιχειρήσεων στην παγκόσμια οικονομία και τις σχέσεις τούς με τις οικονομίες προέλευσής τούς διίστανται. Από τη μια πλευρά, υπάρχούν ορισμένοι πού πιστεύούν ότι η αυξανόμενη σπουδαιότητα των πολυεθνικών επιχειρήσεων στην οργάνωση και στη διαχείριση της διεθνούς οικονομίας συνιστά έναν μετασχηματισμό των παγκόσμιων οικονομικών και πολιτικών σχέσεων. Γι' αυτούς η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και ο κεντρικός ρόλος της πολυεθνικής εταιρείας στην παγκόσμια οικονομία αντιπροσωπεύουν τον θρίαμβο των δυνάμεων της αγοράς και της οικονομικής ορθολογικότητας επί του αναχρονιστικού έθνους-κράτους και μιας πολιτικά κατακερματισμένη διεθνούς οικονομίας. Από την άλλη πλευρά, η κρατικοκεντρική θέση υποστηρίζει ότι ο βαθμός και ο αντίκτυπος της παγκοσμιοποίησης τονίζονται υπερβολικά και ότι το έθνος-κράτος εξακολουθεί να θέτει τους κανόνες που πρέπει να ακολουθούν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις. Στην πραγματικότητα, η ουσία αυτής της διαμάχης δεν είναι η σπουδαιότητα των πολυεθνικών επιχειρήσεων και ελάχιστοι παρατηρητές εκτός από οικονομολόγους δεν παραδέχονται τη σημασία τους...
Οι πουλεθνικές επιχειρήσεις έχουν αναμφίβολα επιφέρει αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία. Καθώς οι εταιρείες ενίσχυσαν την παρουσία τους στις ξένες αγορές, επήλθε κάποια απομάκρυνση από τις οικονομίες προέλευσης τους και οι εθνικές τους ταυτότητες εξασθένησαν' παρ' όλα αυτά, το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής, της έρευνας και ανάπτυξης και των δραστηριοτήτων της εταιρείας εξακολουθεί να διεξάγεται στην οικονομία προέλευσης της. Είναι επίσης αλήθεια ότι η τεράστια επέκταση του ενδοεπιχειρησιακού εμπορίου έχει μεταβάλει την έννοια των εισαγωγών και των εξαγωγών. Αν, για παράδειγμα, ληφθούν υπόψη οι υπερπόντιες πωλήσεις των αμερικανικών θυγατρικών, τότε οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είχαν μεγάλο εμπορικόπλεόνασμα για πολλά χρόνια.
Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις και το έθνος-κράτος
Τόσο η βιομηχανική παραγωγή όσο και οι βιομηχανίες υπηρεσιών θεωρείται ότι έχουν βάση τους κυρίως το κράτος. Αν και είναι αλήθεια ότι ο συνολικός όγκος των προϊόντων που παράγονται στο εξωτερικό από αμερικανικές εταιρείες έχει αυξηθεί σημαντικά αγγίζοντας το 20% της συνολικής παραγωγής στα τέλη του αιώνα, στις αρχές του 21ου αιώνα το υπόλοιπο 80% της αμερικανικής οικονομίας ήταν σε μεγάλο βαθμό απομονωμένο από την παγκόσμια οικονομία. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η κύρια αγορά μιας εταιρείας εξακολουθεί να είναι η εγχώρια αγορά της και οι πολιτικές των κυβερνήσεων της χώρας προέλευσης βαρύνούν περισσότερο στις αποφάσεις της εταιρείας απ' ό,τι εκείνες των κυβερνήσεων των χωρών υποδοχής. Επιπλέον, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι ξένες αγορές είναι επίσης εθνικές αγορές και ότι οι επιχειρηματικές στρατηγικές πρέπει να προσαρμόζονται στις άλλες εθνικές αγορές και στις πολιτικές των κυβερνήσεων των χωρών υποδοχής. Επιπρόσθετα, η διεθνοποίηση των υπηρεσιών και της παραγωγής λαμβάνούν χώρα πιο συχνά σε περιφερειακή βάση, ιδιαιτερα στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Και οι πολιτικές και οι οργανισμοί των αναδυόμενων περιφερειακών μπλοκ τείνούν να εκφράζούν τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα των κυρίαρχων κρατών-μελών τούς.
Μια έξοχη παρουσίαση της κρατικοκεντρικής θέσης αποτελεί το βιβλίο Multinationals and the Myth of Globalization. Αυτή η προσεκτική μελέτη, πού εξετάζει τη συμπεριφορά αμερικανικών, γερμανικών και ιαπωνικών πολυεθνικών σε ένα ευρύ φάσμα βιομηχανικών τομέων και δραστηριοτήτων, αμφισβητεί με επιτυχία το επιχείρημα ότι τεχνολογικές, οικονομικές και άλλες διεθνικές δυνάμεις οδηγούν σε σύγκλιση των κρατικών πολιτικών, των εγχώριων οικονομικών δομών και της συμπεριφοράς της πολυεθνικής επιχείρησης.
Αντ' αυτού, οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι η εγχώρια δομή και η οικονομική ιδεολογία της οικονομίας προέλεύσης εξακολουθούν να επηρεάζούν έντονα τις στρατηγικές και τις δραστηριότητες των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Καταδεικνύούν πολλές σημαντικές διαφορές μεταξύ των εταιρειών των τριών κυρίαρχων οικονομιών και παρατηρούν ότι αυτές οι διαφορές μπορούν να ερμηνευτούν από εγχώριούς παράγοντες όπως είναι η ιστορική εμπειρία της χώρας, οι διαφορετικές οικονομικές ιδεολογίες, η δομή της οικονομίας και οι εσωτερικοί μηχανισμοί εταιρικής διοίκησης. Αν και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εταιρείας, όπως είναι ο βιομηχανικός της τομέας και τα χαρακτηριστικά των προϊόντων της, προφανώς επηρεάζούν τη συμπεριφορά της, οι συγγραφείς καταδεικνύούν με πειστικό τρόπο ότι στούς πιο θεμελιώδεις τομείς της επιχειρηματικής στρατηγικής οι εθνικές ρίζες των εταιρειών συνήθως εξακολουθούν να αποτελούν αποφασιστικούς παράγοντες καθορισμού της συματεριφορας τους.
Πολλές βασικές διαφορές στην επιχειρηματική στρατηγική και συμπεριφορά απεικονίζουν εθνικές θεσμικές δομές, οικονομικές πολιτικές και κοινωνικές προτεραιότητες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εχουν την τάση να υιοθετούν μια στάση laissez-faire έναντι των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων εκτός αν μπορεί να στοιχειοθετηθεί με ισχυρά επιχειρήματα η ανάγκη για κυβερνητική παρέμβαση. Η Γερμανία, από την άλλη πλευρά, με την έννοια της «Κοινωνικής Αγοράς» και τον συνεταιρισμό εργαζομένων/διοίκησης έδινε παραδοσιακά μεγαλύτερη έμφαση στις κοινωνικές ευθύνες ή στις ευΘύνες της εταιρείας έναντι της κοινότητας. Η Ιαπωνία έδινε μεγάλη προτεραιότητα στη διατήρηση μιας ισχυρής εγχώριας βιομηχανικής βάσης και στη διαφύλαξη των βασικών στοιχείων του συστήματος της εφ' όρου ζωής απασχόλησης.
Οι απορρέουσες διαφορές ως προς τη συμπεριφορά των αμερικανικών, γερμανικών και ιαπωνικών εταιρειών μπορούν να εντοπιστούν σε βασικές πλευρές της επιχειρηματικής συμπεριφοράς, όπως είναι τα πρότύπα των στρατηγικών επενδύσεων, το ενδοεπιχειρησιακό εμπόριο η έρεύνα και η ανάπτύξη, η εταιρική διοίκηση και η μακροπρόθεσμη επιχειρηματική χρηματοδότηση. Οι αμερικανικές εταιρείες είναι πιθανότερο να διεξάγούν βασική έρεύνα και ανάπτύξη σε άλλες χώρες απ' ό,τι οι γερμανικές ή οι ιαπωνικές εταιρείες' είναι επίσης πολύ πιθανότερο να πραγματοποιήσουν επενδύσεις στο εξωτερικό. Οι εθνικές διαφορές απεικονίζονται επίσης στα επίπεδα τον ενδοεπιχειρησιακού εμπορίου. Ενώ οι αμερικανικές εταιρείες χαρακτηρίζονται από μέτριο επίπεδο ενδοεπιχειρησιακού εμπορίου, οι γερμανικές έχούν υψηλότερο επίπεδο και οι ιαπωνικές πολύ υψηλό. Αυτός ο συνοπτικός κατάλογος των εθνικών διαφορών Θα μπορούσε να διευρυνθεί σημαντικά' ωστόσο έχούν σημειωθεί πολλές αλλαγές στις εθνικές παραδόσεις και υπάρχει μια συγκρατημένη τάση προς σύγκλιση όσον αφορά στην επιχειρηματική συμπεριφορά και δομή.
Υποστηρίζοντας ότι το έθνος-κράτος παραμένει ο βασικός παράγοντας στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, οι υπέρμαχοι της κρατικοκεντρικής θέσης ισχυρίζονται ότι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις είναι απλώς εθνικές εταιρείες που επιδίδονται σε επιχειρηματικές δραστηριότητες στο εξωτερικό και ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, αυτές οι εταιρείες εξακολουθούν να είναι βαθιά εδραιωμένες στις εθνικές τούς κοινωνίες. Τα διοικητικά τούς συμβούλια και η εταιρική τούς διοίκηση αποτελούνται κυρίως από υπηκόους της χώρας προέλευσής τούς, ενώ τα ηγετικά στελέχη των επιχειρήσεων φέρούν ευθύνες έναντι των μετόχων ή των συμμετεχόντων οι οποίοι είναι επίσης σε συντριπτικό βαθμό υπήκοοι της χώρας προέλευσής τούς. Αν και η κατάσταση αυτή αλλάζει, ελάχιστες σχετικά εταιρείες έχούν ξένούς υπηκόους ως διευθυντικά στελέχη ή ως μέλη της ανώτατης διοίκησής τούς. Επιπλέον, ο έλεγχος των χρηματοπιστωτικών μέσων της επιχείρησης παραμένει κατά κανόνα στη χώρα προέλεύσης.
Τα βασικά στοιχεία της έρεύνας και ανάπτυξης διατηρούνται επίσης στην οικονομία προέλεύσης. Η στρατηγική της εταιρείας επηρεάζεται έντονα από τις πολιτικές της χώρας προέλευσής της και από άλλούς τοπικούς παράγοντες' παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ορισμένοι κοινοί παράγοντες, όπως η σπουδαιότητα της εξάντλησης των εξαρτηματων παραγωγής για τη μείωση του κόστους, οι επιχειρηματικές στρατηγικές δεν συγκλίνουν προς ένα κοινό πρότυπο. Και κάθε κυβέρνηση με τον έναν ή τον άλλο τρόπο προάγει τα συμφέροντα των δικών της εθνικών εταιρειών. Συνοπτικά, στην αλλαγή του αιώνα δεν υπάρχουν πραγματικά παγκόσμιες επιχειρήσεις άνευ εθνικότητας και θα χρειαστεί αναμφίβολα να περάσουν κάποιες δεκαετίες προτού να εμφανιστούν τέτοιες εταιρείες, αν δηλαδή εμφανιστούν ποτέ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι συμμαχίες μεταξύ επιχειρήσεων απέκτησαν μεγάλη σημασία στην οργάνωση και στη λειτουργία των διεθνών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ωστόσο μπορεί εύκολα να μεγαλοποιηθεί, και έχει μεγαλοποιηθεί, η σημασία αυτής της εξέλιξης. Οι συμμαχίες μεταξύ επιχειρήσεων διαφορετικών εθνικοτήτων έχούν δημίουργήσει πολύτιμους διεθνικούς δεσμούς, παρ' όλα αυτά οι συμμαχίες επιχειρήσεων είναι διαβόητα ασταθείς. Το 40% περίπου αυτών των συμμαχιών διαρκεί τέσσερα περίπου χρόνια.
Η ευπάθεια ή η εγγενής αδυναμία τους έγκειται στο ότι, ενώ οι συμμαχίες επιχειρήσεων μπορούν να παράσχουν συνεργασία σε συγκεκριμένους τομείς όπως είναι η έρεύνα σε μια συγκεκριμένη τεχνολογία ή η συνεργασία σε μια συγκεκριμένη αγορά, οι εταιρείες συχνά συνεχίζούν να ειναι σκληροί αντίπαλοι στούς τομείς που δεν περιλαμβάνονται στη συμφωνία. Κίνητρο για τη σύναψη συμμαχιών είναι η επιθυμία μιας εταιρείας να αυξήσει το μερίδιο αγοράς της' κατά συνέπεια, όταν οι καταστάσεις μεταβάλλονται, μπορεί επίσης να μεταβληθεί το συμφέρον της επιχείρησης που μετέχει στη συμμαχία. Πράγματι, οι συμμαχίες επιχειρήσεων που δεν αφορούν στην εμπορευματοποίηση είναι πιθανότερο να ευοδωθούν απ' ό,τι άλλες συμμαχίες. Γενικά, οι συμμαχίες επιχειρήσεων είναι θέμα ισχύος και συμφέροντος και είναι εξίσού εύθραύστες με τις συμμαχίες μεταξύ κρατών.
Στο βιβλίο τον Τhe Competitίve Advantage of Natίons ο Michael Porter αποδεικνύει ότι η εθνική οικονομία παραμένει η υπερισχύουσα οικονομική οντότητα στην παγκόσμια οικονομία. Στην ανάλυσή τον η έδρα μιας πολυεθνικής εταιρείας είναι ο κύριος παράγοντας που καθορίζει την ανταγωνιστικότητά της. Οι πολυεθνικές είναι και πρέπει να συνεχίσουν να είναι εθνικές εταιρείες, υποστηρίζει ο Porter, επειδή το συγκριτικό τούς πλεονέκτημα δημιουργείται και πρέπει να διατηρηθεί εντός της οικονομίας προέλευσής τούς. Ο Porter υποστηρίζει ότι η παγκόσμια οικονομία είναι οργανωμένη σε συμπλέγματα βιομηχανικής υπεροχής που έχούν ως βάση τούς το κράτος. Η ανταγωνιστικότητα αυτών των εθνικών συμπλεγμάτων, όπως είναι η ισχύς των ιαπωνικών εταιρειών στον τομέα της κατασκευής αντοκινητων ή των αμερικανικών στον τομέα των υπολογιστών, καθορίζεται από τοπικούς παράγοντες και τις εθνικές πολιτικές. Η εθνική εξειδίκεύση, οι ισχυρές εθνικές εταιρείες σε συγκεκριμένες βιομηχανίες και οι διαφορές ως προς τον εθνικό πλούτο μαρτυρούν στο σύνολο τους τη συνεχή σπουδιαότητα των εθνικών οικονομιών.
Αν και οι αμερικανοί πανεπιστημιακοί, τα ηγετικά στελέχη των επιχειρήσεων και οι ιάπωνες σύμβουλοι επιχειρήσεων μπορεί να προπαγανδίζουν την ιδέα της παγκόσμιας επιχείρησης, οι ιαπωνικές επιχειρήσεις και η ιαπωνική κυβέρνηση δεν έχουν βέβαια αποδεχτεί την ιδέα ότι οι επιχειρήσεις έχουν απεκδυθεί την εθνικότητα τους και έχουν καταστεί άνευ εθνικότητας. Η γιγαντιαία εταιρεία παραγωγής ηλεκτρονικών Matsushita είναι και θα είναι πάντα ιαπωνική' καθήκον του ιαπωνικού υπουργείου Διεθνούς Εμπορίου και Επενδύσεων είναι και θα είναι πάντα να προάγει τα συμφέροντα της Matsushita και άλλων ιαπωνικών επιχειρήσεων. Μάλιστα, η ευημερία αυτών των εταιρειών θεωρείται ταυτόσημη με την ευημερία της ιαπωνικής κοινωνίας. Αν και οι Αμερικανοί μπορεί να διακωμωδούν την παρατήρηση του άλλοτε υπουργού Άμυνας Wilson ότι «αυτό που είναι καλό για την General Motors είναι καλό για τη χώρα», οι Ιάπωνες πιστεύουν πραγματικά ότι αυτό που είναι καλό για τη Matsushita ή την Toyota είναι καλό για την Ιαπωνία. Η ιαπωνική κοινωνία θεωρεί τις υπερπόντιες πωλήσεις ιαπωνικών προϊόντων και το μερίδιο της αγοράς ιαπωνικών επιχειρήσεων πολύ σημαντικά. Ούτε είναι πολύ ελκυστικές οι έννοιες της παγκόσμιας επιχείρησης και της χωρίς αρμούς παγκόσμιας οικονομίας για εκείνους τους Δυτικοευρωπαίους που επιχειρούν να δημιουργήσουν μια ενοποιημένη ευρωπαϊκή οικονομία και ισχυρές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις οι οποίες θα ανταγωνιστούν αποτελεσματικά τους ανταγωνιστές τους από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία.
Επιλογος
Τα κρατικοκεντρικά συγγράματα για την πολυεθνική επιχείρηση υποστηρίζουν οτι η άνοδος και η επιτυχία της στον σύγχρονο κόσμο Θα μπορούσαν να συμβούν μόνο μέσα σε ένα ευνοϊκό διεθνές πολιτικό περιβάλλον. Υποστηρίζουν ότι, παρά τις διάφορες θεωρίες των οικονομολόγων των επιχειρήσεων, η πολυεθνική επιχείρηση δεν μπορεί να ερμηνευτεί μόνο με όρούς δυνάμεων της αγοράς και/ή επιχειρηματικών στρατηγικών. Αν και οι οικονομικοί παράγοντες είναι προφανώς σημαντικοί για την εμφάνιση και την επιτυχία των πολυεθνικών επιχειρήσεων, δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν χωρίς ένα ευνοϊκό διεθνές πολιτικό περιβάλλον που θα δημιουργούσε μια κυρίαρχη δύναμη της οποίας τα οικονομικά συμφέροντα και τα συμφέροντα ασφαλείας θα εννοούσαν μια ανοιχτή και φιλελεύθερη διεθνή οικονομία.
Όπως η Ραχ Britannica παρείχε ένα ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον για την υπερπόντια επέκταση των βρετανικών εταιρειών και επενδυτών στα τέλη τον 19ου αιώνα, έτσι και ο ηγετικός ρόλος που ανέλαβαν οι Αμερικανοί μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο παρείχε ένα παρόμοια ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον για την υπερπόντια επέκταση των αμερικανικών και άλλων καπιταλιστικών εταιρειών στη μετά τον Β' Παγκόσμια Πόλεμο εποχή. Τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 το συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών, της Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας ήταν να διατηρήσούν, ακόμη και να ενισχύσουν τις διεθνείς συνθήκες που εννοούσαν τις πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Οι κρατικοκεντρικοί συγγραφείς πιστεύουν ότι, αν η συναίνεση και η συνεργασία μεταξύ των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων έπαύαν να υφίστανται, ο κυρίαρχος ρόλος της πολυεθνικής επιχείρησης στην παγκόσμια οικονομία σταδιακά Θα εξασθενούσε... Οι υποστηρικτές αυτής της θέσης διατείνονται ότι οι εν λόγω εταιρείες συνδέονται στενά και σε τελική ανάλυση εξαρτώνται από τις αντίστοιχες οικονομίες από τις οποίες προέρχονται. Όπως επισήμαναν ο Ρaul Doremus και οι συνάδελφοί τους στο θαυμάσιο βιβλίο τους Τhe Myth of the Global Corporation, κάθε πολυεθνική επιχείρηση είναι ένα χαρακτηριστικό προϊόν της έδρας της και αντανακλά τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές της αξίες.
Παρά την υπερβολή που περικλείει ο ισχυρισμός ορισμένων ανώτατων στελεχών επιχειρήσεων και συμβούλων επιχειρήσεων ότι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις έχουν απεκδυθεί κάθε πολιτική απόχρωση και έχουν καταστεί επιχειρήσεις άνεύ εθνικότητας, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις στην πραγματικότητα είναι βαθιά εδραιωμένες και σε μεγάλο βαθμό προϊόν της ιστορίας, της κουλτούρας και των οικονομικών συστημάτων των κοινωνιών από τις οποίες προέρχονται.
Robert Gilpin
Παγκόσμια πολιτική οικονομία
Princeton University Press
Εκδ. Ποιότητα
2002
cosmoidioglossia
0 σχόλια