Αν εξετάσουμε τις παροιμίες, θα διαπιστώσουμε ότι το 80% προέρχεται από τις αρχαίες, όπως το «ες αύριον τα σπουδαία» και «μια χελιδών έαρ ου ποιεί». Ιδιαίτερα όμως ο Όμηρος και οι τραγικοί είναι ανεξάντλητες πηγές. Το «κακήν κακώς» , λ.χ., προέρχεται από τους «Πέρσες», ενώ από τον «Αγαμέμνονα» το «παθός μαθός» και από τους «Επτά επί Θήβας» το «τριχός ορθίας πλόκαμος ίσταται» δηλαδή το γνωστό «σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής»!
Όταν μας πιάσει φόβος για κάτι, λέμε «χτύπα ξύλο», έτσι ακριβώς όπως έκαναν οι πρόγονοί μας λέγοντας: «Άπτεσθε ξύλου». Τώρα αν κάποιοι εξακολουθούν να επιμένουν πως δεν έχουμε σχέση με τους αρχαίους Έλληνες, μπορούμε να τους βρίσουμε αρχαιοελληνικά, «Αποσκότισόν με» έλεγαν σε κάποιον για να πάψει να τους σκοτίζει, κι όταν γίνονταν «άνω ποταμών», έπεμπαν ες κόρακα τους τριχολογούντας, δηλαδή αυτούς που έλεγαν τρίχες!
(Προσθήκη σχολίου: Είναι αχαρακτήριστο το να δίδονται απαντήσεις για τα αυτονόητα και να αποδεικνύεται συνεχώς ότι δεν είμαστε ελέφαντες. Όσοι λοιπόν ισχυρίζονται και επιμένουν ότι δεν έχουμε καμία σχέση με τους Αρχαίους Έλληνες, επειδή δεν μπορούν να το λένε αυτό για έναν ολόκληρο λαό χωρίς τεκμήρια, ας περιορίσουν αυτές τις πεποιθήσεις και τα συμπεράσματα μόνο για τον εαυτό τους…)
Αυτόν που σήμερα λέμε λεχρίτη οι προγονοί μας τον έλεγαν «λέχριο», σημαίνει ο μολύνων, ενώ το αποκορύφωμα είναι η λέξη «μάπας»! Θα το πιστεύατε ότι έχει ηλικία χιλιάδων ετών; Κι όμως ναι. Στα αρχαία ήταν «μαψ» και σήμαινε τον ανόητο. Και φυσικά οι νεοσύλλεκτοι στρατιώτες ονομάζονταν από τότε κωθώνια, γιατί χρησιμοποιούσαν κώθωνες, οστράκινα ποτήρια.
Εκτός από το βρισίδι που παραμένει αναλλοίωτο μέσα στους αιώνες, αναλλοίωτες παραμένουν και κάποιες συνήθειες. Και σήμερα εξακολουθούμε να χτίζουμε αυθαίρετα και εκτός σχεδίου, όπως στην εποχή του Παυσανία που σχολίαζε: «Οι δε μικροί δήμοι της Αττικής ως έτυχεν έκαστος οικισθείς». Και βέβαια δεν σταματάμε μέχρι σήμερα να γράφουμε στους τοίχους και να χαράζουμε τα ονόματά μας στα δέντρα όταν ερωτευόμαστε, έτσι ακριβώς όπως στην εποχή του Αριστοφάνη που σχολίαζε: «Ίδιον των εραστών τα ονόματα γράφειν εν τοις τοίχοις και εν τοις δένδροις». Κάτι που ακόμα διατηρείται μέχρι σήμερα σε ορισμένες περιοχές, όπως η Κρήτη η Κύπρος και τα Επτάνησα, είναι η μουσικότητα της γλώσσας.
Στην πραγματικότητα η Ελληνική γλώσσα όπως τη μιλούσαν οι αρχαίοι, με την ιδιαίτερη προσωδία της, αναδείκνυε όλη τη μουσικότητά της. Δεν έχει, λοιπόν, άδικο ο Νικηφόρος Βρεττάκος, που σε ένα ποίημά του γράφει: «Όταν συναντήσω αγγέλους θα τους μιλήσω Ελληνικά, γιατί οι άγγελοι δεν ξέρουν γλώσσες, μιλούν μεταξύ τους με μουσική». Πράγματι τα γράμματα του αλφαβήτου σε κανονική γραφή, πλαγιαστά, ανάποδα, λοξά και σε διάφορους συνδυασμούς, μετατρέπονταν σε μουσικές νότες με τόσες πολλές υποδιαιρέσεις ώστε εξέφραζαν περίπου 1.600 σημεία της μουσικής θεωρίας. Αυτή η πληθώρα έχει πραγματικά απεριόριστες δυνατότητες, για αυτό και ο Ιάνης Ξενάκης έχει κάνει το χαρακτηριστικό σχόλιο: «Η μουσικότητα της Ελληνικής γλώσσας είναι εφάμιλλη της συμπαντικής!». Στην ουσία, οι τόνοι και τα πνεύματα έπαιζαν το ρόλο του οδηγού για τον τρόπο που έπρεπε να προφέρεται κάθε λέξη ή αναπλήρωναν τα γράμματα που είχαν χαθεί στο πέρασμα του χρόνου.
0 σχόλια