Ο φόβος είναι δυνατό να μεταφερθεί από τους γονείς στα παιδιά και στα εγγόνια, υποστηρίζουν αμερικανοί ερευνητές σε άρθρο τους που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Nature Neuroscience.
Επιστημονική ομάδα του Τμήματος Ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Έμορι της Ατλάντα, με επικεφαλής τον Δρ Μπράιαν Ντίας, έκαναν πειράματα σε ποντίκια και διαπίστωσαν ότι ένα τραυματικό γεγονός μπορεί να αφήσει το αποτύπωμά του στο DNA του σπέρματος και αυτό, με τη σειρά του, να μεταφέρει τη φοβία και, έτσι, να επηρεάσει τον εγκέφαλο και τη συμπεριφορά των μελλοντικών γενεών, ακόμα κι αν αυτές δεν έχουν ζήσει το ίδιο επώδυνο συμβάν.
Οι επιστήμονες θεωρούν ότι η ανακάλυψή τους είναι σημαντική για την έρευνα και την θεραπεία των ανθρώπινων φοβιών, των μετατραυματικών διαταραχών και τους άγχους, μέσω επεμβάσεων στον μηχανισμό της μνήμης του ασθενούς.
Πιο αναλυτικά, οι ειδικοί είχαν εκπαιδεύσει μια γενιά ποντικιών να αποφεύγουν την οσμή της χημικής ουσίας ακετονοφαινόνης, επειδή την είχαν συνδέσει με ένα ήπιο ηλεκτροσόκ.
Στη συνέχεια, διαπιστώθηκε ότι τα πειραματόζωα πέρασαν αυτή την αποστροφή τους στην μεθεπόμενη γενιά, παρόλο που οι επιστήμονες τα είχαν απομονώσει πλήρως από τους απογόνους τους και, επίσης, παρόλο που τα «εγγόνια» τους δεν είχαν ποτέ πριν συναντήσει αυτή την μυρωδιά. Συνεπώς, το αρνητικό συναίσθημά τους ήταν «έμφυτο», δηλαδή προϊόν βιολογικής μνήμης. Η αρνητική αντίδραση των «εγγονιών» ήταν περίπου 200% ισχυρότερη απέναντι στο συγκεκριμένο ερέθισμα, σε σχέση με άλλα ποντίκια των οποίων οι πρόγονοι δεν είχαν εκτεθεί στην ίδια οσμή.
Η διαχρονική μετάδοση μιας φοβικής συμπεριφοράς γίνεται μέσω χημικών-γενετικών αλλαγών, που μεταβάλλουν την ευαισθησία του νευρικού συστήματος τόσο των προγόνων, όσο και των απογόνων, έτσι ώστε κάθε επόμενη γενιά να αντιδρά με παρόμοιο φοβικό τρόπο στο ίδιο ερέθισμα.
Ο ακριβής βιολογικός μηχανισμός δεν είναι ακόμα πλήρως κατανοητός. Το πιθανότερο -στην περίπτωση των πειραματόζωων- είναι ότι κάποιο χημικό αποτύπωμα της απεχθούς οσμής κατέληξε στο αίμα τους και, μέσω αυτού, επηρέασε ανάλογα την παραγωγή του σπέρματος, είτε, εναλλακτικά, ότι ο εγκέφαλός τους έστειλε ένα χημικό σήμα στο σπέρμα για να μεταβάλει ανάλογα το DNA του.
Οι ερευνητές θεωρούν πως η νέα έρευνα παρέχει στοιχεία ότι ισχύει η λεγόμενη «διαγενεακή επιγενετική κληρονομικότητα», κατά την οποία οι περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν το γενετικό υλικό ενός ατόμου (δηλαδή τη ρύθμιση των γονιδίων του) και αυτή η επίδραση είναι δυνατό να κληρονομηθεί στους απογόνους του.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Ψυχιατρικής Κέρι Ρέσλερ, από εξελικτική σκοπιά, «αυτή η μεταβίβαση πληροφοριών μπορεί να αποτελεί ένα αποτελεσματικό τρόπο για να “πληροφορήσουν” οι γονείς τους απογόνους τους σχετικά με τη σημασία συγκεκριμένων χαρακτηριστικών του περιβάλλοντος (π.χ. μιας απειλής), που είναι πιθανό να συναντήσουν στο μέλλον».
Κάτι τέτοιο παραπέμπει εν μέρει στην παλαιότερη -και θεωρούμενη λανθασμένη από τους δαρβινικούς- θεωρία του γάλλου βιολόγου του 18ου αιώνα Ζαν-Μπαπτίστ Λαμάρκ περί κληρονομικότητας των επίκτητων χαρακτηριστικών.
Ο καθηγητής Γενετικής Μάρκους Πέμπρεϊ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου τόνισε ότι «ήρθε η ώρα οι ερευνητές στο πεδίο της δημόσιας υγείας να πάρουν στα σοβαρά τις ανθρώπινες διαγενεακές αντιδράσεις. Δεν πρόκειται να κατανοήσουμε την αύξηση των νευροψυχιατρικών διαταραχών, της παχυσαρκίας, του διαβήτη και των μεταβολικών προβλημάτων, χωρίς να υιοθετήσουμε πλέον μια πολυ-γενεακή προσέγγιση».
Βέβαια, ένα από τα ερωτήματα προς απάντηση είναι για πόσες γενεές διαρκεί η βιολογική μνήμη των προγόνων και κατά πόσο, κάποια στιγμή, σταθεροποιείται μέσω μόνιμων αλλαγών στα γονίδια των απογόνων. Άλλοι πάντως επιστήμονες δήλωσαν επιφυλακτικοί και αναμένουν περισσότερα στοιχεία για να πειστούν ότι μια τέτοια κληρονομικότητα όντως ισχύει εκτός από τα πειραματόζωα και στους ανθρώπους.
ΠΗΓΗ ΠΗΓΗ
Επιστημονική ομάδα του Τμήματος Ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Έμορι της Ατλάντα, με επικεφαλής τον Δρ Μπράιαν Ντίας, έκαναν πειράματα σε ποντίκια και διαπίστωσαν ότι ένα τραυματικό γεγονός μπορεί να αφήσει το αποτύπωμά του στο DNA του σπέρματος και αυτό, με τη σειρά του, να μεταφέρει τη φοβία και, έτσι, να επηρεάσει τον εγκέφαλο και τη συμπεριφορά των μελλοντικών γενεών, ακόμα κι αν αυτές δεν έχουν ζήσει το ίδιο επώδυνο συμβάν.
Οι επιστήμονες θεωρούν ότι η ανακάλυψή τους είναι σημαντική για την έρευνα και την θεραπεία των ανθρώπινων φοβιών, των μετατραυματικών διαταραχών και τους άγχους, μέσω επεμβάσεων στον μηχανισμό της μνήμης του ασθενούς.
Πιο αναλυτικά, οι ειδικοί είχαν εκπαιδεύσει μια γενιά ποντικιών να αποφεύγουν την οσμή της χημικής ουσίας ακετονοφαινόνης, επειδή την είχαν συνδέσει με ένα ήπιο ηλεκτροσόκ.
Στη συνέχεια, διαπιστώθηκε ότι τα πειραματόζωα πέρασαν αυτή την αποστροφή τους στην μεθεπόμενη γενιά, παρόλο που οι επιστήμονες τα είχαν απομονώσει πλήρως από τους απογόνους τους και, επίσης, παρόλο που τα «εγγόνια» τους δεν είχαν ποτέ πριν συναντήσει αυτή την μυρωδιά. Συνεπώς, το αρνητικό συναίσθημά τους ήταν «έμφυτο», δηλαδή προϊόν βιολογικής μνήμης. Η αρνητική αντίδραση των «εγγονιών» ήταν περίπου 200% ισχυρότερη απέναντι στο συγκεκριμένο ερέθισμα, σε σχέση με άλλα ποντίκια των οποίων οι πρόγονοι δεν είχαν εκτεθεί στην ίδια οσμή.
Η διαχρονική μετάδοση μιας φοβικής συμπεριφοράς γίνεται μέσω χημικών-γενετικών αλλαγών, που μεταβάλλουν την ευαισθησία του νευρικού συστήματος τόσο των προγόνων, όσο και των απογόνων, έτσι ώστε κάθε επόμενη γενιά να αντιδρά με παρόμοιο φοβικό τρόπο στο ίδιο ερέθισμα.
Ο ακριβής βιολογικός μηχανισμός δεν είναι ακόμα πλήρως κατανοητός. Το πιθανότερο -στην περίπτωση των πειραματόζωων- είναι ότι κάποιο χημικό αποτύπωμα της απεχθούς οσμής κατέληξε στο αίμα τους και, μέσω αυτού, επηρέασε ανάλογα την παραγωγή του σπέρματος, είτε, εναλλακτικά, ότι ο εγκέφαλός τους έστειλε ένα χημικό σήμα στο σπέρμα για να μεταβάλει ανάλογα το DNA του.
Οι ερευνητές θεωρούν πως η νέα έρευνα παρέχει στοιχεία ότι ισχύει η λεγόμενη «διαγενεακή επιγενετική κληρονομικότητα», κατά την οποία οι περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν το γενετικό υλικό ενός ατόμου (δηλαδή τη ρύθμιση των γονιδίων του) και αυτή η επίδραση είναι δυνατό να κληρονομηθεί στους απογόνους του.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Ψυχιατρικής Κέρι Ρέσλερ, από εξελικτική σκοπιά, «αυτή η μεταβίβαση πληροφοριών μπορεί να αποτελεί ένα αποτελεσματικό τρόπο για να “πληροφορήσουν” οι γονείς τους απογόνους τους σχετικά με τη σημασία συγκεκριμένων χαρακτηριστικών του περιβάλλοντος (π.χ. μιας απειλής), που είναι πιθανό να συναντήσουν στο μέλλον».
Κάτι τέτοιο παραπέμπει εν μέρει στην παλαιότερη -και θεωρούμενη λανθασμένη από τους δαρβινικούς- θεωρία του γάλλου βιολόγου του 18ου αιώνα Ζαν-Μπαπτίστ Λαμάρκ περί κληρονομικότητας των επίκτητων χαρακτηριστικών.
Ο καθηγητής Γενετικής Μάρκους Πέμπρεϊ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου τόνισε ότι «ήρθε η ώρα οι ερευνητές στο πεδίο της δημόσιας υγείας να πάρουν στα σοβαρά τις ανθρώπινες διαγενεακές αντιδράσεις. Δεν πρόκειται να κατανοήσουμε την αύξηση των νευροψυχιατρικών διαταραχών, της παχυσαρκίας, του διαβήτη και των μεταβολικών προβλημάτων, χωρίς να υιοθετήσουμε πλέον μια πολυ-γενεακή προσέγγιση».
Βέβαια, ένα από τα ερωτήματα προς απάντηση είναι για πόσες γενεές διαρκεί η βιολογική μνήμη των προγόνων και κατά πόσο, κάποια στιγμή, σταθεροποιείται μέσω μόνιμων αλλαγών στα γονίδια των απογόνων. Άλλοι πάντως επιστήμονες δήλωσαν επιφυλακτικοί και αναμένουν περισσότερα στοιχεία για να πειστούν ότι μια τέτοια κληρονομικότητα όντως ισχύει εκτός από τα πειραματόζωα και στους ανθρώπους.
ΠΗΓΗ ΠΗΓΗ
0 σχόλια