Προερχόμενες από ορεινές περιοχές του Βόρειου Καυκάσου, σε απόσταση μεγαλύτερη των 1.200 χιλιομέτρων νότια της Μόσχας, οι γυναίκες αυτές θεωρούνται μάρτυρες του ισλαμικού ιερού πολέμου (τζιχάντ) και αυτό τους αποδίδει το χαρακτηρισμό «σακίντκι», τη ρωσική μεταφορά της αραβικής λέξης «σαχίντ», που σημαίνει «μάρτυρας».
Η δυτική εκδοχή προτιμά τον περισσότερο δραματοποιημένο όρο «μαύρες χήρες», επειδή πιστεύεται ότι είναι γυναίκες που έχασαν συζύγους ή συγγενείς, στη διάρκεια των δύο πόλεμων που διεξήγαγε η Ρωσία κατά των ισλαμιστών ανταρτών στην Τσετσενία (1994-1996 και 2003-2004). Τα ρωσικά ΜΜΕ καταφεύγουν στον πιο ουδέτερο όρο «σμέρτνιτσι», που μεταφράζεται «γυναίκες-αυτόχειρες βομβιστές» ή απλά «βομβίστριες».
Η στρατολόγησή τους, σύμφωνα με ρεπορτάζ από το madata, θεωρείται εύκολη λόγω του χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και του θρησκευτικού φανατισμού τους. Η εκπαίδευσή τους γίνεται σε καλά φρουρούμενες περιοχές των ανταρτών, όπου ο ρωσικός στρατός αδυνατεί να προσεγγίσει. Εκεί, μυούνται στις αντιλήψεις του φανατικού Ισλάμ και μαθαίνουν να θεωρούν του ρώσους πολίτες κατοχικό εχθρό. Οι εκπαιδευτές τους, στην πλειονότητα άνδρες, τις διδάσκουν να ζώνονται τα εκρηκτικά, να τα ενεργοποιούν «και να παραμένουν ψύχραιμες σε στιγμές έντονης ψυχολογικής πίεσης». Οι ρωσικές αρχές ασφαλείας πιστεύουν ότι οι «μαύρες χήρες» συνοδεύονται πάντα από συνεργούς τους στα σημεία των επιθέσεων, καθώς οι ίδιες δεν έχουν βρεθεί εκεί ποτέ πριν.
Η δυτική εκδοχή προτιμά τον περισσότερο δραματοποιημένο όρο «μαύρες χήρες», επειδή πιστεύεται ότι είναι γυναίκες που έχασαν συζύγους ή συγγενείς, στη διάρκεια των δύο πόλεμων που διεξήγαγε η Ρωσία κατά των ισλαμιστών ανταρτών στην Τσετσενία (1994-1996 και 2003-2004). Τα ρωσικά ΜΜΕ καταφεύγουν στον πιο ουδέτερο όρο «σμέρτνιτσι», που μεταφράζεται «γυναίκες-αυτόχειρες βομβιστές» ή απλά «βομβίστριες».
Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για το επιχειρησιακό προφίλ αυτών των ομάδων βομβιστριών. Πιστεύεται γενικά ότι ριζοσπαστικοποιούνται υποκινούμενες από αντιρωσικό μίσος και εκδικητικότητα για τα δεινά που υπέστησαν, καθώς οι ρωσικές δυνάμεις που πολεμούν στην Τσετσενία χρησιμοποιούν βάναυσες τακτικές κατά των πολιτών. Οι τακτικές αυτές καταγγέλλονται ως «αντιπαραγωγικές», διότι ωθούν στη ριζοσπαστικοποίηση των λαών του Βόρειου Καύκασου (Τσετσενία, Ινγκουσετία, Νταγκεστάν).
Για τον αριθμό των βομβιστριών πιστεύεται ότι δεν φτάνει σε εκατοντάδες αλλά σε δεκάδες.
Για τον αριθμό των βομβιστριών πιστεύεται ότι δεν φτάνει σε εκατοντάδες αλλά σε δεκάδες.
Η στρατολόγησή τους, σύμφωνα με ρεπορτάζ από το madata, θεωρείται εύκολη λόγω του χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και του θρησκευτικού φανατισμού τους. Η εκπαίδευσή τους γίνεται σε καλά φρουρούμενες περιοχές των ανταρτών, όπου ο ρωσικός στρατός αδυνατεί να προσεγγίσει. Εκεί, μυούνται στις αντιλήψεις του φανατικού Ισλάμ και μαθαίνουν να θεωρούν του ρώσους πολίτες κατοχικό εχθρό. Οι εκπαιδευτές τους, στην πλειονότητα άνδρες, τις διδάσκουν να ζώνονται τα εκρηκτικά, να τα ενεργοποιούν «και να παραμένουν ψύχραιμες σε στιγμές έντονης ψυχολογικής πίεσης». Οι ρωσικές αρχές ασφαλείας πιστεύουν ότι οι «μαύρες χήρες» συνοδεύονται πάντα από συνεργούς τους στα σημεία των επιθέσεων, καθώς οι ίδιες δεν έχουν βρεθεί εκεί ποτέ πριν.
Στις αρχές Μαρτίου οι «μαύρες χήρες» έχασαν έναν από τους βασικούς τους εκπαιδευτές, τον σεΐχη Σαΐντ Μπουργιάτσκι, τον οποίο σκότωσαν άνδρες των ρωσικών ειδικών δυνάμεων. Ο Μπουργιάτσκι θεωρείτο «ο Μπιν Λάντεν για τη Ρωσία». Η απώλεια αυτή δεν εμπόδισε τον ηγέτη του τσετσενικού αντάρτικου Ντοκού Ουμάροφ να προειδοποιήσει ότι οι επιθέσεις αυτοκτονίας θα μεταφερθούν στις μεγάλες ρωσικές πόλεις όπως η Μόσχα και η Πετρούπολη, «στο άμεσο μέλλον».
Πηγή: madata.gr
0 σχόλια