Κλασικός γελοίος, ψευτόμαγκας, ασεβής και κάφρος ψευτονεοέλληνας...
Θα πουν βέβαια κάποιοι ότι έτυχε, πως δεν πρέπει να γενικεύουμε από ένα άτομο για όλους κλπ. Δεκτά όλα αυτά, αλλά δεν προβληματίζει κανέναν ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΤΙΑΣ ΜΑΣ ΩΣ ΛΑΟΣ;;;
Δηλαδή αντί να παρακαλάμε την Παναγία να μας σώσει την δύσκολη εκείνη ώρα του σεισμού, εμείς την βρίζουμε κι από πάνω;;; Πόσο πιο χαμηλά θα πέσουμε; Πόσο πιο βαθιά θα κυλιστούμε στο βούρκο της άθεης βλακείας και της αντίχριστης νοοτροπίας;
ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ, ΛΥΠΗΣΟΥ ΜΑΣ...!
ΠΗΓΗ: teleytaiosaggelos.blogspot
ΣΧΟΛΙΟ ΑΟΡΑΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ
ΤΟ ΑΟΡΑΤΟ ΠΕΔΙΟ ΔΕΝ ΠΡΟΒΑΛΛΕΙ ΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΒΙΝΤΕΟ ΤΟΥ ΥΒΡΙΣΤΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΓΛΥΚΙΑ ΜΑΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ .
ΑΝΤΙ ΑΥΤΟΥ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΨΕΥΤΟΜΑΓΚΕΣ , ΓΕΛΟΙΟΥΣ , ΑΝΑΓΚΕΦΑΛΟΥΣ ΘΑ ΤΟΥΣ ΘΥΜΙΣΩ ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ...
Ο βλάσφημος ανθυπασπιστής
Ο Χρήστος Βέργος, επιστρατευμένος στον πόλεμο της Κορέας, διηγείται:
«Ήμουν ανθυπασπιστής στο τάγμα της Κορέας. Δεν πίστευα πουθενά, παρά μόνο στη δύναμη των
βαρέων όπλων
πού κατεύθυνα. Επί πλέον ήμουν αδιόρθωτα βλάσφημος. Όλες οι βλασφημίες μου
συγκεντρώνονταν στην Παναγία. Όσοι με άκουγαν ανατρίχιαζαν. Οι φαντάροι μου έκαναν
τον σταυρό τους, για να μην τους βρει κακό. Οι ανώτεροι μου διαρκώς με παρατηρούσαν και
με τιμωρούσαν. Ώσπου μια νύχτα έζησα ένα ολοφάνερο Θαύμα.
βαρέων όπλων
πού κατεύθυνα. Επί πλέον ήμουν αδιόρθωτα βλάσφημος. Όλες οι βλασφημίες μου
συγκεντρώνονταν στην Παναγία. Όσοι με άκουγαν ανατρίχιαζαν. Οι φαντάροι μου έκαναν
τον σταυρό τους, για να μην τους βρει κακό. Οι ανώτεροι μου διαρκώς με παρατηρούσαν και
με τιμωρούσαν. Ώσπου μια νύχτα έζησα ένα ολοφάνερο Θαύμα.
Ξημέρωνε η 7η Απριλίου 1951. Με τη διμοιρία μου είχα καταλάβει μια πλαγιά σε ύψωμα
κοντά στον 38ο παράλληλο. Μέχρι τα ξημερώματα έμεινα άγρυπνος στο όρυγμα μου
μαζί με τον στρατιώτη Σταύρο Αδαμάκο. Όταν ρόδιζε η αυγή, οπότε δεν υπήρχε φόβος
αιφνιδιασμού, αποκοιμήθηκα. Είδα τότε ένα όνειρο που με συνετάραξε:
κοντά στον 38ο παράλληλο. Μέχρι τα ξημερώματα έμεινα άγρυπνος στο όρυγμα μου
μαζί με τον στρατιώτη Σταύρο Αδαμάκο. Όταν ρόδιζε η αυγή, οπότε δεν υπήρχε φόβος
αιφνιδιασμού, αποκοιμήθηκα. Είδα τότε ένα όνειρο που με συνετάραξε:
Μία γυναίκα στα μαύρα ντυμένη, με αγνή ομορφιά και γλυκύτατη φωνή, με πλησιάζει και
με ρωτά ακουμπώντας το χέρι στον ώμο μου:
με ρωτά ακουμπώντας το χέρι στον ώμο μου:
- θέλεις να βρίσκομαι κοντά σου Χρήστο; Ένοιωσα τότε μια βαθειά αγαλλίαση.
- Και ποια είσαι συ; τη ρώτησα.
Τότε εκείνη άλλαξε έκφραση και με παρατήρησε αυστηρά:
- Γιατί, Χρήστο, διαρκώς με βρίζεις;
— Πρώτη φορά σε βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πώς είναι δυνατό να βρίζω μια άγνωστη μου;
- Ναί, Χρήστο, επέμεινε εκείνη πιο αυστηρά. Με βρίζεις. Εγώ όμως είμαι πάντα κοντά σε σένα
και σ’ όλους τους στρατιώτες του τάγματος.
και σ’ όλους τους στρατιώτες του τάγματος.
Γιατί δεν πηγαίνετε στο Πουσάν, ν’ ανάψετε κεριά στ’ αδέλφια σας πού έχουν ταφεί εκεί;
Μ’ αυτή τη φράση ξύπνησα τρομαγμένος. Ο Σταύρος δίπλα μου με κοίταζε σαστισμένος.
- Κύριε ανθυπασπιστά, κάτι έχεις, μου είπε. Βογκούσες και παραμιλούσες στον ύπνο σου.
Του διηγήθηκα το όνειρο μου και καταλήξαμε πως ήταν αποτέλεσμα κοπώσεως και συζητήσεων
γύρω από τους νεκρούς του Πουσάν. Ενώ όμως λέγαμε αυτά, ξαναβλέπω τη γυναίκα
του ονείρου μου μπροστά μου. — Αδαμάκο! βάζω μια φωνή. Η γυναίκα… Αυτή… Να… τη βλέπεις;
γύρω από τους νεκρούς του Πουσάν. Ενώ όμως λέγαμε αυτά, ξαναβλέπω τη γυναίκα
του ονείρου μου μπροστά μου. — Αδαμάκο! βάζω μια φωνή. Η γυναίκα… Αυτή… Να… τη βλέπεις;
Εκείνος προσπαθούσε να με καθησυχάσει, αλλά που εγώ! Η μαυροφορεμένη γυναίκα
με την αγνή ομορφιά και τη γλυκύτατη φωνή στάθηκε κοντά μου και μου είπε:
με την αγνή ομορφιά και τη γλυκύτατη φωνή στάθηκε κοντά μου και μου είπε:
— Μη φοβάσαι… Μη φοβάσαι, παιδί μου. Είμαι ή Παναγία. Σας προστατεύω όλους παντού
και πάντοτε. Αλλά θέλω από σένα να μη με βρίσεις ούτε στις δυσκολότερες στιγμές της ζωής σου.
και πάντοτε. Αλλά θέλω από σένα να μη με βρίσεις ούτε στις δυσκολότερες στιγμές της ζωής σου.
Πέφτω αμέσως ταραγμένος να φιλήσω τα πόδια της. Εκείνη όμως είχε γίνει άφαντη.
Έκλαψα τότε απ’ τα βάθη της καρδίας μου ένα κλάμα ανακουφίσεως και χαράς,
εγώ που δεν είχα κλάψει ποτέ στη ζωή μου».
Έκλαψα τότε απ’ τα βάθη της καρδίας μου ένα κλάμα ανακουφίσεως και χαράς,
εγώ που δεν είχα κλάψει ποτέ στη ζωή μου».
Από το βιβλίο “Εμφανίσεις και Θαύματα της Παναγίας”, έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού
ΟΠΟΙΟΣ ΒΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ, ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΝΑ ΒΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΟΥ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ.....
0 σχόλια